Ταμπουράς

Ο  όρος “Ταμπουράς” αναφέρεται γενικότερα σε μια ευρύτερη οικογένεια εγχόρδων μουσικών οργάνων, δηλώνει όμως και ένα συγκεκριμένο ελληνικό παραδοσιακό όργανο, που ανήκει σ’ αυτή την οικογένεια.

Ο ταμπουράς αναφέρεται στο βυζαντινό έπος του Διγενή Ακρίτα όταν ο ήρωας παίζει ένα θαμπούρι (μεσαιωνική μορφή ταμπουρά).

«Και αφότου αποδείπνησεν, εμπαίνει εις το κουβούκλιν
και επήρεν το θαμπούριν του και αποκατάστησέν το.»

Περιγραφή

Ο ταμπουράς είναι ένα έγχορδο μουσικό όργανο με μακρύ χέρι, απόγονος της αρχαιοελληνικής πανδούρας και πρόγονος πανομοιότυπων λαούτων (όπως για παράδειγμα το τούρκικο σάζι), καθώς θεωρείται όργανο αναβίωσης κυρίως στα βυζαντινά χρόνια.

Πανδουρίδα
πανδουρίς ή πανδούρα

Αυτά τα μουσικά όργανα έχουν βαθουλωτό σκάφος και το καπάκι είναι επίπεδο, με ή χωρίς τρύπα. Ο αριθμός των χορδών κυμαίνεται, συνήθως μεταξύ τριών (μονές, διπλές αλλά και τριπλές). Το μέγεθος των ταμπουράδων μπορεί να ξεπεράσει το ένα μέτρο. Από την αρχαιοελληνική πανδουρίδα, μέχρι τον 19ο αιώνα ο ταμπουράς, απέκτησε σταθερά τάστα και έγινε το σημερινό τρίχορδο μπουζούκι.

Κατασκευή

Οι κατασκευαστές του ταμπουρά ακολουθούν πάντα την ίδια σειρά: σκάφος, χέρι, καπάκι. Εργάζονται με υπομονή, προσοχή και μεράκι, για να πετύχουν τη στερεότητα, την καλή λειτουργία και την τέλεια ηχητική απόδοση.

Για το σκάφος χρησιμοποιούνται ξύλα σκληρά (έβενος, παλισάνδρη, σφεντάμι, μαόνι, καρυδιά κλπ.), φλαμούρι ή άλλο μαλακό ξύλο για το σκελετό του χεριού και για το καπάκι πεύκο ή έλατο.

Το σκάφος γίνεται ή με ντούγες ή είναι σκαφτό. Το χέρι από μονοκόμματο φλαμούρι ή από κομμάτια φλαμουριού και άλλου μαλακού ξύλου συνδέεται στέρεα στο σκάφος, ώστε τα δυο τους να αποτελούν ένα συμπαγές σώμα, για να είναι στέρεο το όργανο και να μη σκεβρώνει. Το καπάκι είναι ίσιο ή λίγο κυρτό, για να είναι πιο ανθεκτικό στην πίεση των χορδών. Αφού κολληθεί, στολίζεται το άνοιγμα, που μπορεί να είναι μπροστά στο καπάκι ή στο δεξιό ή στο πάνω μέρος του σκάφους, με την ενθετική τεχνική γύρω-γύρω από το άνοιγμα με μικρά γεωμετρικά σχήματα.

Στο μακρύ χέρι (ξεπερνάει το μέτρο) κολλάει ο καράβολας και πάνω του ανοίγονται τρύπες για τα κλειδιά, που είναι ξύλινα και «καρφώνονται» σαν σφήνες, αφού αλειφθούν με υλικό κατάλληλο για να μη γλιστράνε και ξεκουρδίζονται.

Στην ταστιέρα τοποθετούνται κινητοί δεσμοί, οι μπερντέδες (παλιότερα από έντερο ή μεταξωτή κλωστή, σήμερα από πλαστική ύλη), οι οποίοι μετακινούνται, επιτρέποντας στον παίκτη να αποδίδει διαστήματα -υποδιαιρέσεις- και μικρότερα του ημιτονίου (της δυτικής, συγκερασμένης κλίμακας), τα μόρια ή κόμματα. Η βυζαντινή μουσική θεωρία αναγνωρίζει ότι η κλίμακα υποδιαιρείται σε 72 κόμματα, αλλά επειδή είναι αδύνατο (πρακτικά) να τοποθετηθούν 72 μπερντέδες στο χέρι του οργάνου, τοποθετούνται μέχρι 25 ή 30 το πολύ μπερντέδες.

Υπάρχουν 3 ομάδες χορδών (ατσάλινες σήμερα, εντέρινες παλιότερα). Σύμφωνα με τον Ανωγειανάκη «τοποθετούνται 2 διπλές, κουρντισμένες κατά πέμπτες ή 3 ή 4, κουρντισμένες κατά τέταρτες και πέμπτες». Η 1η ομάδα χορδών (καντίνι), η πιο πρίμα, μπορεί να είναι τριπλή. Σ’ αυτή παίζεται η μελωδία, ενώ οι άλλες έχουν περισσότερο συνοδευτικό χαρακτήρα.

Χαρατηριστικά

Επειδή ο παραδοσιακός Ελληνικός ταμπουράς είναι χαμηλόφωνο όργανο, δεν χρησιμοποιείται συχνά ως κύριο σολιστικό όργανο, αλλά συνήθως εντός της παραδοσιακής ορχήστρας, για να συνοδεύει το κύριο όργανο (λύρα, βιολί, φλογέρα κ.λ.π). Ωστόσο, ο ταμπουράς είναι ουσιαστικά ένα σολιστικό όργανο. Αφού δεν είναι συγκερασμένο, δεν είναι κατάλληλο για το παίξιμο συγχορδιών. Ο ταμπουράς δεν χρησιμοποιείται στο ρεμπέτικο ούτε στο λαϊκό τραγούδι.

Ο ταμπουράς συνοδεύει τέλεια την ανθρώπινη φωνή, δε λειτουργεί ανταγωνιστικά σ’ αυτήν, δεν την υπερκαλύπτει, επειδή ο ήχος του δεν είναι δυνατός. Είναι ιδανικό όργανο για κλειστούς χώρους, ενώ, από την άλλη, αποτελεί πρόκληση για τον ηχολήπτη που αναλαμβάνει την ενίσχυση και μετάδοση του ήχου του σε μεγάλο κλειστό ή μεγάλο ανοιχτό χώρο, χωρίς να αλλοιώσει τα χαρακτηριστικά του φυσικού ήχου του. Για να ακουστεί καλά ο ήχος του χρειάζεται ιδιαίτερη γνώση, υπομονή και μεράκι.

Θεωρείται το ιδανικό όργανο για τους σπουδαστές της Βυζαντινής Μουσικής, ακριβώς γιατί αποδίδει τους διαφορετικούς τρόπους και ήχους αυτής. Επίσης θεωρείται ιδανικό για τη συνοδεία του παραδοσιακού, δημοτικού μας τραγουδιού.

Προέλευση

Για την προέλευση του ταμπουρά οι γνώμες ποικίλουν. Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη η αρχαιοελληνική πανδούρα ή πανδουρίδα ή πανδούριο θεωρείται ο πρόγονος του ταμπουρά, του οποίου εξέλιξη είναι πολλά όργανα, από το μαντολίνο έως το μπουζούκι, τον μπαγλαμά και τον τζουρά.

Πανδούρα
Η αρχαία πανδουρίδα

Η πανδουρίδα ονομαζόταν και τρίχορδο, επειδή είχε 3 χορδές. Πληροφορίες για την αρχαία πανδουρίδα έχουμε από μαρμάρινη βάση της Μαντίνειας που παρίστανε το μουσικό αγώνα του Απόλλωνα και του Μαρσύα, (β΄ μισό 4ου π.Χ. αιώνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο). Εκεί βλέπουμε τη Μούσα καθισμένη σ’ ένα βράχο να παίζει πανδουρίδα και να την κρατά όπως και ένας σύγχρονος οργανοπαίκτης κρατά το μπουζούκι ή τον μπαγλαμά.

Σύμφωνα με άλλη εκδοχή (Πολυδεύκης, 2ος αι. μ.Χ.) η πανδουρίδα ήταν εύρημα των Ασσυρίων. Μια άλλη πηγή (Φώτιος, Λεξ. 427,26) αναφέρει ότι το όργανο αυτό ήταν Λυδικής προέλευσης. Θεωρείται σίγουρο όμως πως η πανδουρίδα, με τη σειρά της, έχει τις ρίζες της σε προ-ελληνικούς πολιτισμούς, στην Αίγυπτο, Ασσυρία, Κίνα και Ινδία. Πάντως, και κατά τους αλεξανδρινούς χρόνους ήταν σε ευρεία χρήση.

Κοινοποιήστε
1 Ιουλίου 2018